- υστερώ
- -όω, Μυστερώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε -όω].————————ὑστερῶ, -έω, ΝΜΑ [ὕστερος]1. καθυστερώ, αργοπορώ2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β. «ἵνα μηδ' ἐμπειρίᾳ ὑστερῶσι τῶν ἄλλων», Θουκ.)4. μέσ. υστερούμαιστερούμαινεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) παρουσιάζω ελλείψεις σε έναν τομέα («υστερεί σε ομορφιά»)μσν.αφαιρώ («τούτῳ τῷ Ἔβερ θεὸς οὐχ ὑστέρησε τὴν ἀρχαίαν φωνήν», Μαλαλ. Ι.)αρχ.1. έρχομαι αργότερα από όσο έπρεπε2. φτάνω σε έναν τόπο μετά από κάποιον άλλο3. (για φυσικό φαινόμενο) εμφανίζομαι αργότερα σε σχέση με άλλο4. έρχομαι πολύ αργά για κάποιον («τοὺς τῷ Δημοσθένει ὑστερήσαντας», Θουκ.)5. (ενεργ. και μέσ.) αποτυγχάνω («πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῡνται τῆς δόξης τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)6. (αμτβ.) (για πράγμ.) δεν υπάρχω ή δεν αρκώ, ελλείπω («καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῡ Ἰησοῡ πρὸς αὐτόν», ΚΔ)7. φρ. «ὑστερῶ τῆς πατρίδος» — αδυνατώ να υπερασπιστώ την πατρίδα (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.